- οικουμενικός
- -ή, -ό (ΑΜ οικουμενικός, -ή, -όν) [οικουμένη]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικουμένη, παγκόσμιος, καθολικός2. φρ. «Οικουμενική Σύνοδος» — το ανώτατο συλλογικό όργανο το οποίο εκπροσωπεί το σύνολο τής Εκκλησίας και συγκαλείται για σοβαρό δογματικό ή γενικότερο θρησκευτικό ζήτημα που απασχολεί την Εκκλησία, συχνά και την πολιτεία και την κοινωνίανεοελλ.φρ. α) «οικουμενική κυβέρνηση» — κυβέρνηση καθολικής ή ευρύτατης αποδοχής η οποία στηρίζεται στο σύνολο τών πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο και σχηματίζεται για την αντιμετώπιση εξαιρετικών καταστάσεων σε μια χώραβ) «οικουμενική κίνηση» — η κίνηση που άρχισε από τις αρχές τού 20ού αιώνα μεταξύ τών διαφόρων χριστιανικών Εκκλησιών με σκοπό την αμοιβαία γνωριμία και εξεύρεση τρόπων εξάλειψης τών μεταξύ τους διαφορών για την επιτυχία τής ένωσής τουςνεοελλ.-μσν.φρ. α) «Οικουμενικός Πατριάρχης» — ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αρχηγός τής ορθοδοξίαςβ) «Οικουμενικό Πατριαρχείο» — η έδρα τού Οικουμενικού Πατριάρχη, αλλ. Μεγάλη τού Χριστού Εκκλησία ή Μήτηρ Εκκλησία ή Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ή Οικουμενικός Θρόνοςμσν.φρ. «οικουμενικοί θρόνοι» — οι αρχιεπισκοπικοί θρόνοι Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.επίρρ...οικουμενικώς και -άπαγκοσμίως, καθολικά.
Dictionary of Greek. 2013.